- ακροχάλιξ
- ἀκροχάλιξ (-ικος), ο, η (AM)αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέτριας μέθης, ελαφρά μεθυσμένος, ο ακροθώραξ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + ουσ. χάλις «άκρατος οίνος» — το ληκτικό -ξ πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τών συνώνυμων λ. ἀκροθώραξ, οἰνόφλυξ].
Dictionary of Greek. 2013.